- κανονίσω
- κανονίζωmeasureaor subj act 1st sgκανονίζωmeasurefut ind act 1st sgκανονίζωmeasureaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κανονίζω — (AM κανονίζω) [κανών] 1. ρυθμίζω, διευθετώ κάτι βάσει ορισμένου κανόνα, δηλ. υποδείγματος, μοντέλου, προτύπου, τακτοποιώ, ρυθμίζω 2. επιβάλλω ορισμένους κανόνες σε κάτι νεοελλ. 1. καθορίζω κάτι επακριβώς, με λεπτομέρειες («κανονίζω το πρόγραμμα… … Dictionary of Greek
ματάκι — το 1. υποκορ. τού μάτι («τί έχει το ματάκι τού μωρού;») 2. φρ. «κάνω ματάκι» ανοιγοκλείνω γρήγορα το βλέφαρο τού ματιού μου για να γνέψω σε κάποιον κάτι ή για να κανονίσω ερωτική συνάντηση 3. παιχνίδι που παίζεται με βώλους από δύο παίκτες πάνω… … Dictionary of Greek
εγώ — προσωπ. αντων. α προσ., γεν. εμένα, μου, αιτ. εμένα, με, πληθ. ονομαστ. εμείς, γεν. εμάς, μας, αιτ. εμάς, μας 1. με αυτήν, αυτός που μιλάει ή γράφει, ορίζει τον εαυτό του. 2. η ονομαστ. χρησιμοποιείται για έμφαση: Θα σε κανονίσω εγώ. 3. οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κανονίζω — κανόνισα, κανονίστηκα, κανονισμένος 1. ρυθμίζω, τακτοποιώ: Κανόνισα την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος. 2. καθορίζω ακριβώς: Κανόνισα το πρόγραμμα των εξετάσεων. 3. τιμωρώ κάποιον, τον συγυρίζω: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τώρα — επίρρ. χρον. 1. αυτή την ώρα, αυτή τη στιγμή: Τώρα χτυπάει το κουδούνι. 2. ευθύς, αμέσως, χωρίς αναβολή: Τώρα θα σε κανονίσω. 3. μόλις πριν λίγο ή ύστερα από λίγο: Τώρα δε σε μάλωσα; – Τώρα θα φύγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)